- αγριέλαιος
- ἀγριέλαιος, -ον (Α)[ἀγριελαία]1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιοςα) η αγριελιάβ) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος ἐγκεντρισθεῑσα τῷ ὄντως καλῷ καὶ ἐλεήμονι λόγῳ... καλλιέλαιος γίγνεται».
Dictionary of Greek. 2013.